άμα

άμα
(Α ἅμα)
Ι. (ως επίρρημα) (παροιμιώδης φράση) «ἅμ’ ἔπος ἅμ’ ἔργον», πάραυτα, αμέσως, παρευθύς, στη στιγμή και νεώτ. «εν τω άμα» και «ἐν τῷ ἅμα καὶ τό θάμα»
αρχ.
(κυρίως με άμεση αναφορά σε χρόνο)
1. αμέσως, συγχρόνως
2. με την ίδια σημασία προστίθεται συχνά στα τε... και (ή τε... τε)
«ἅμ’ οἰμωγή τε καὶ εὐχωλὴ» (Θ 64) (συχνά και χωρίς και)
3. μόλις, ενώ, τη στιγμή που..., με τις εκφορές ἅμα δὲ... καί..., ἅμα τε... καί..., ἅμα... καὶ (μσν. και ἅμα... ἅμα)
«ἅμα δὲ ταῡτα ἔλεγε καὶ ἀπεδείκνυε» (Ηρόδ. 1, 112)
4. με την ίδια σημασία, με το πρώτο ρήμα σε μετοχή
«ἅμα εἰπὼν ἀνέστη» (Ξεν. Αν. 3. Ι. 47)
5. με τους αντιθετικούς συνδέσμους μὲν –δὲ ή τε- και για έμφαση τού συγχρονισμού ενεργειών ή διαθέσεων «ἅμ ἡδέως ἔμοιγε κἀλγεινῶς ἅμα» (Σ. Αντ. 436)
6. εκφράζει χρονική ανακολουθία με την εκφορά «ἅμα μὲν... ἔτι δέ...» ή «ἅμα μέν... πρὸς δέ»
7. χωρίς άμεση αναφορά στον χρόνο, με τη σημασία τού «μαζί», «όλοι μαζί», «ταυτόχρονα»
«ἅμα πάντες» (ή «πάντες ἅμα») (Α 495)
«ἅμα κρατερὸς καὶ ἀμύμων» (γ 111)
8. με την ίδια σημασία και με τις προθέσεις σὺνμετά
9. (απολ. με ρήμα) πάραυτα, στη στιγμή, αμέσως
«αἱ πᾶσαι (νῆες) ἅμα ἐγίγνοντο ἐν τῷ θέρει σ΄ καὶ ν΄ (δηλ. 250) (Θουκ. 3, 17)
ΙΙ (ως πρόθεση) αρχ.-μσν. (με γενική) «ἅμα τοῡ Πατρὸς καὶ τοῡ ἁγίου Πνεύματος» (Μαλ. 51, 15.95.219, 22)
(μσν. φρ.) «ἅμα πρωί», μόλις ξημέρωσε, με την αυγή
αρχ.
(με δοτ. και συχνά και με μετοχή)
1. συγχρόνως με, μαζί με
«ἅμ’ ἠελίῳ ἀνιόντι (ή κατιόντι)», με την ανατολή (ή τη δύση) τού ήλιου (δηλ. μόλις ο ήλιος ανατείλει)
«ἅμ’ ἦρι (ἀρχομένω)», στην (με την) αρχή τής άνοιξης
2. κατά τη διάρκεια, όσο κρατάει κάτι
3. με την ίδια σύνταξη και σημασία και με το ονοματικό απαρμφ.
4. και με διπλή εκφορά «ἅμ’ αὐτῷ... ἅμ’ ἕποντο» (β 371)
5. γεν. μαζί με κάποιον
6. φρ. «ἅμα πνοιῇς ἀνέμοιο», μαζί με τον άνεμο, δηλ. με την ταχύτητα τού ανέμου
ΙΙΙ (ως σύνδ.) χρον. όταν, μόλις
νεοελλ.
1. (με επαναληπτική σημασία) κάθε φορά που, όταν
2. (με υποθετική σημασία) αν, εφόσον
«άμα θέλεις εσύ, θα γίνει». [ΕΤΥΜΟΛ. ἅμα < ἅμ-α < *ham-a < *sam -a < *sm-a. H ρίζα *sm- (=αμ-) είναι συνεσταλμένη βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *sem- («έ-να» - «σ’ ένα μαζί, μαζί με, με» - «ενιαίος, ταυτόσημος»), ενώ το ληκτικό -α τής λ. είναι αβέβαιης προελεύσεως επίρρ. κατάληξη (πρβλ. μάλα, κρύφα, τάχα κ.ά.). Ας σημειωθεί πως από την ίδια βαθμίδα ρίζας (*sm-) προήλθε το αθροιστικό πρόθεμα ἁ-* και (με ψίλωση) ἀ-* τής Ελληνικής (πρβλ. -θρόος, -παξ, -πας, -πλοὺς και -δελφός, -κόλουθος, -λοχος κ.τ.ό.). Ομόρριζα προς το ἅμ-α είναι τα ἁμός, ἁμῶς-ἁμόθεν-οὐδ-αμός (οὐδαμῶς, οὐδαμοῡ) καθώς και λέξεις τών σύγχρονων ευρωπαϊκών γλωσσών, όπως λ.χ. τα αγγλ. same «όμοιος, ίδιος», γερμ. samt «με», sammeln «συλέγω, συγκεντρώνω», zusammen «μαζί» κ.ά.
ΣΥΝΘ. ἅμαξα αρχ. Ἁμαδρυάδες, ἁμάσυκον].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἄμα — ἄμᾱ , ἄμη shovel fem nom/voc/acc dual ἄμᾱ , ἄμη shovel fem nom/voc sg (doric aeolic) ἄμπ repose neut nom/voc/acc sg ἄ̱μᾱ , ἀμάω 1 reap corn imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἄ̱μᾱ , ἀμάω 1 reap corn imperf ind act 3rd sg (doric aeolic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁμᾶ — ἅμα at once doric (indeclform adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁμᾷ — ἅμα at once doric (indeclform adverb) ἁ̱μᾷ , ἁμός 1 fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἅμα — at once indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμά — (I) (σύνδ.) βλ. μα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμμή με επίδραση τού αλλά και άλλων επιρρημάτων σε α, ή από επίδραση τού ιταλ. ma «αλλά, μα»]. (II) ἀμά, η λέξη μυκηναϊκή (από την Κνωσό) που σήμαινε πιθανώς «τη συγκομιδή» (a ma). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας.… …   Dictionary of Greek

  • ἀμά — ἀ̱μά , ἁμός 1 neut nom/voc/acc pl ἀ̱μά̱ , ἁμός 1 fem nom/voc/acc dual ἀ̱μά̱ , ἁμός 1 fem nom/voc sg (doric aeolic) ἡμός neut nom/voc/acc pl (aeolic) ἀμά̱ , ἡμός fem nom/voc/acc dual (aeolic) ἀμά̱ , ἡμός fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άμα — σύνδεσμος χρονικός, όταν: Άμα τον είδε έτρεξε και τον αγκάλιασε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἅμᾳ — ἄμαι , ἄμη shovel fem nom/voc pl ἄμᾱͅ , ἄμη shovel fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἅμα ἔπος, ἅμα ἔργον. — ἅμα ἔπος, ἅμα ἔργον. См. Сказано, сделано …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ἅμα καὶ τὸ χρήσιμον καὶ τὸ τερπνὸν ἐκ τῆς ἱστορίας λαβεῖν. — ἅμα καὶ τὸ χρήσιμον καὶ τὸ τερπνὸν ἐκ τῆς ἱστορίας λαβεῖν. См. Полезное с приятным …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”